δύο δ
1δύο — και δυο αριθμ., που δηλώνει δύο μονάδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2δύο — Acut. (Sp.) indeclform (numeral) …
3δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …
4δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) …
5Δύο τοίχους ἀλείφειν. — δύο τοίχους ἀλείφειν. См. И нашим и вашим …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …
7Δύο Βουνά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 191 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται Α του Γοργοπόταμου, Ν της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γοργοποτάμου …
8Δύο Πρίνοι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …
9Δύο Ρεύματα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του Πηλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλέων …
10Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… …