δύο δέντρα

  • 111Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 112κελτίδα — (Celtis). Γένος φυτών της οικογένειας των κνιδωδών. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη θάμνων και δέντρων, δασικών και φυλλοβόλων. Στην ελληνική χλωρίδα ανήκουν τα είδη κ. η τουρνεφόρτεια και η κ. ηνότια. Και τα δύο είδη είναι μεγάλα δέντρα· το πρώτο… …

    Dictionary of Greek

  • 113Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …

    Dictionary of Greek

  • 114Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …

    Dictionary of Greek

  • 115παπαγάλοι — Δενδρόβια, κατά το μεγαλύτερο μέρος, πουλιά (ψιττακοί) της τάξης των ψιττακόμορφων, που ταυτίζεται με την οικογένεια των ψιττακιδών. Έχουν ράμφος ισχυρό και γαμψό, του οποίου οι δύο άνισοι βραχίονες είναι καμπυλωτοί με αντίθετη φορά ο καθένας: ο… …

    Dictionary of Greek

  • 116Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …

    Dictionary of Greek

  • 117φανερόγαμα — Ομάδα που περιλαμβάνει τα πιο εξελιγμένα φυτά, τα λεγόμενα «ανώτερα φυτά». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, σε αντιδιαστολή με τον όρο κρυπτόγαμα, που χαρακτηρίζει μια δεύτερη μεγάλη ομάδα φυτών· στις δύο αυτές ομάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 118έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …

    Dictionary of Greek

  • 119Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… …

    Dictionary of Greek

  • 120Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …

    Dictionary of Greek