δύνατο

  • 41αμετάκλητος — η, ο (Α ἀμετάκλητος, ον) [μετακαλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός αρχ. αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν αναστείλει, να τόν εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος …

    Dictionary of Greek

  • 42αμεταβίβαστος — η, ο [μεταβιβάζω] 1. αυτός που δεν μεταβιβάστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταβιβαστεί 2. αυτός που δεν εκχωρήθηκε ή δεν είναι δυνατό να εκχωρηθεί …

    Dictionary of Greek

  • 43ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …

    Dictionary of Greek

  • 44γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 45γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 46γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 47δρυοκολαπτόμορφα — Τάξη αναρριχητικών πτηνών η οποία αριθμεί περίπου 300 είδη. Τα περισσότερα ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής, ενώ ορισμένα απαντώνται και σε εύκρατες ζώνες. Είναι πτηνά των δασών, με χαρακτηριστικό γνώρισμά τους… …

    Dictionary of Greek

  • 48ελάχιστος — η, ο (AM ἐλάχιστος, η, ον) 1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός 2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ όλους, ο πιο ασήμαντος 3. (σε ευχές και προσευχές τής χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον τού θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 49εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… …

    Dictionary of Greek

  • 50κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …

    Dictionary of Greek