-
1 зуб
-а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.1. δόντι•коренной зуб ο τραπεζίτης•
молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•
глазевые -ы οι κυνόνοντες•
зуб мудрости ο φρονιμίτης•
вставные -ы τα βαλτά δόντια•
-ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•
-ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).
2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•зубья! пилы δόντια του πριονιού.
εκφρ.зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•- ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•- ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•-ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•- ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. -
2 оскалить
ρ.σ.μ. δείχνω τα δόντια, χάσκω•-зубы δείχνω τα δόντια (ανοίγοντας το στόμα).
εκφρ.оскалить зубы – χασκογελώ.1. δείχνω τα δόντια, χάσκω.2. χασκογελώ. -
3 скалить
-лю, -лишьρ.δ.: скалить зубыα) δείχνω τα δόντια (φοβερίζω)•собака -ла зубы το σκυλί έδειχνε τα δόντια•
β) γελώ• χαμογελώ.1. φαίνομαι•у него -лись зубы του φάνηκαν τα δόντια.
2. βλ. скалить зубы. -
4 стиснуть
ρ.σ. σφίγγω•стиснуть зубы от боли σφίγγω τα δόντια από τον πόνο•
стиснуть болт σφίγγω το μπουλόνι•
стиснуть друга в объятиях σφίγγω το φίλο στην αγκαλιά.
|| μτφ. βαρύνω (στην καρδιά ή στην ψυχή).εκφρ.- ув зубы – α) σφίγγοντας τα δόντια (με υπερένταση), β) συγκρατούμενος.σφίγγω, -ομαι•зубы -лись τα δόντια έσφιξαν ή σφιχτήκαν.
-
5 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
6 чистить
чистить 1) καθαρίζω; βουρτσίζω (щёткой)' \чистить ботинки λουστράρω τα παπούτσια; \чиститьплатье βουρτσίζω το φόρεμα; \чистить зубы καθαρίζω τα δόντια 2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω* * *1) καθαρίζω; βουρτσίζω ( щёткой)чи́стить боти́нки — λουστράρω τα παπούτσια
чи́стить пла́тье — βουρτσίζω το φόρεμα
чи́стить зу́бы — καθαρίζω τα δόντια
2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω -
7 зуб
зубм τό δόντι, ὁ ὀδούς:молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω. -
8 откусить
откуситьсов, откусывать несов ἀποσπώ μέ τά δόντια:\откусить кусо́к хлеба ἀποκόπτω μιά δαγκανίά ψωμί· \откусить кусо́к яблока ἀποκόπτω μέ τά δόντια ἕνα κομμάτι μήλο. -
9 разгрызать
разгрызатьнесов, разгрызть сов ροκανίζω, σπάνω μέ τά δόντια:\разгрызать орех σπάνω τό καρύδι μέ τά δόντια. -
10 зубрить
зубрить 1зубрю, зубришьρ.δ.μ.1. φτιάχνω δόντια (σε εργαλείο κλπ.)• зубрить пилу φτιάχνω δόντια στο πριόνι.2. δοντιαζω, κάνω δοντιές•зубрить нож κάνω δοντιές στο μαχαίρι.
зубрить 2зубрю, зубришьρ.δ.παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν τον παπαγάλο.μαθαίνομαι παπαγαλιστί•-ятся уроки μαθαίνονται παπαγαλιστί τα μαθήματα.
-
11 мелкозубый
επ., βρ: -зуб, -а, -оμικρόδοντος•-ая рыба ψάρι με μικρά δόντια•
-ая пила πριόνι με μικρά δόντια.
-
12 откусить
-ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. κόβω με τα δόντια, δοντοκόβω•откусить хлеба κόβω ψωμί με τα δόντια.
2. κόβω (με τανάλια, πένσα κ.τ.τ.)• откусить плоскогубцами конец проволоки κόβω με τη μπένσα την άκρη του σύρματος. -
13 ощерить
-
14 перекусить
-ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекушенный, βρ: -шен, -а, -о.1. μ. κόβω με τα δόντια•перекусить нитку κόβω την κλωστή με τα δόντια•
перекусить кусачками κόβω με την τανάλια.
2. προγευματίζω, κολατσίζω προδειπνίζω, δειλινιάζω τσιμπώ, προσπαίρνω. -
15 прикусывать
ρ.δ.βλ. прикусить. || κόβω κομματάκια με τα δόντια.δαγκώνομαι λίγο. || κόβομαι κομματάκια με τα δόντια. -
16 укусить
укушу, укусишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укушенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. δαγκώνω• κεντρίζω• τσιμπώ•собака -ла мне но-1у το σκυλί με δάγκασε στο πόδι•
комар -ил его τον τσίμπησε το κουνούπι•
оса -ла братишку η σφήκα κέντρισε το αδερφάκι.
2. κόβω με τα δόντια•корка укусить тврдая, не -сишь η κοριά είναι σκληρή, δε θα την κόψεις με τα δόντια.
-
17 впадина
η κοιλότητα, το κοίλωματο βαθούλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > впадина
-
18 зазубривать
(делать зазубрины) κάνω εγκοπές/δόντια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зазубривать
-
19 нарезать
1. (резать) κόβω. - зубья шестерни - δόντια του οδοντωτού-канавки пазы - αύλακες, λούκια2. (делать нарезы) χαράζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарезать
-
20 насекать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насекать
См. также в других словарях:
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
δοντιά — η σημάδι από δόντι, δαγκωματιά: Οι δοντιές του σκύλου στο πόδι μου ευτυχώς χάθηκαν γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καποίου χάριζαν γομάρι καὶ τὸ τήραε’ς τὰ δόντια. — См. Даровому коню в зубы не смотрят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… … Dictionary of Greek
γομφίοι — Δόντια που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της ομοιότητας τους με τον γόμφο (χοντρό καρφί). Συνολικά, οι γ. είναι είκοσι. Από αυτούς οι δύο πρώτοι, που βρίσκονται μετά τον κυνόδοντα, λέγονται προγόμφιοιπρομυλίτες (οκτώ συνολικά σε κάθε σαγόνι).… … Dictionary of Greek
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
γιγαντοπίθηκος — (gigantopithecus blackii). Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος της Ασίας, που χρονολογείται από το πλειστόκαινο. Ελάχιστα λείψανά του έχουν βρεθεί, κυρίως τρία δόντια (τραπεζίτες) που ανακάλυψε ο ανθρωπολόγος φον Κένιχσβαλντ κοντά στο Χονγκ Κονγκ… … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek
ναρβάλ — Θηλαστικό της οικογένειας των Δελφινοπτέρων, της τάξης των κητωδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Monodon monoceros. Το κύριο χαρακτηριστικό του ν. βρίσκεται στην οδοντοφυΐα του: τα νεαρά άτομα έχουν μόνο δύο δόντια στο μπροστινό μέρος της… … Dictionary of Greek