δόκησις
1δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p …
2δόκησις — opinion fem nom sg …
3δοκήσει — δόκησις opinion fem nom/voc/acc dual (attic epic) δοκήσεϊ , δόκησις opinion fem dat sg (epic) δόκησις opinion fem dat sg (attic ionic) δοκέω expect aor subj act 3rd sg (epic) δοκέω expect fut ind mid 2nd sg δοκέω expect fut ind act 3rd sg …
4δοκήσεις — δόκησις opinion fem nom/voc pl (attic epic) δόκησις opinion fem nom/acc pl (attic) δοκέω expect aor subj act 2nd sg (epic) δοκέω expect fut ind act 2nd sg …
5δόκησιν — δόκησις opinion fem acc sg …
6δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …
7Автардокетство — Ав(ф)тардокетство (юлианизм) (от др. греч. ἀφθαρτος, нетленный + δοκησις, казаться, др. греч. ἀφθαρτοδοκήται «нетленномнители») не халкидонское миафизитское течение, существовавшее в Византийской империи в VI VII веках, Армении и Эфиопии. Их… …
8δοκή — δοκή, η (Α) [δοκώ] 1. δόκησις, όραμα, φαντασία 2. ενέδρα, παρατήρηση …
9δοκησίσοφος — η, ο (AM δοκησίσοφος, ον) αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός] …
10πλειστοδόκεια — ή, Α (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) «πλείστη δόκησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + δόκεια (< δοκεύω*)] …
- 1
- 2