δωτῆρ'
1δωτήρ — δωτήρ, ο (θηλ. δώτειρα, η) (Α) πάροχος, χορηγός …
2δωτήρ — giver masc nom sg …
3δωτῆρ' — δωτῆρα , δωτήρ giver masc acc sg δωτῆρι , δωτήρ giver masc dat sg δωτῆρε , δωτήρ giver masc nom/voc/acc dual …
4δωτῆρα — δωτήρ giver masc acc sg …
5δωτῆρας — δωτήρ giver masc acc pl …
6δωτῆρες — δωτήρ giver masc nom/voc pl …
7δωτῆρι — δωτήρ giver masc dat sg …
8δῶτ' — δῶτε , δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl δῶται , δίδωμι Aër. aor subj mid 3rd sg δῶτε , δίδωμι Aër. aor ind act 2nd pl (epic) δῶτα , δώτης masc voc sg… …
9δῶτα — δώτης masc voc sg δώτης masc nom sg (epic) δωτήρ giver masc voc sg δωτήρ giver masc nom sg (epic) …
10δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… …
- 1
- 2