δωρ-εά
1Δῶρ' — Δῶρε , Δῶρος masc voc sg …
2δῶρ' — δῶρα , δῶρον gift neut nom/voc/acc pl …
3προήγορος — δωρ. τ. προάγορος, ό, Α 1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής 2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν… …
4προαλιώτης — δωρ. τ. προαλιώτας, ό, Α ο πρόεδρος τής αλίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλία «συνέλευση λαού σε δωρ. πολιτείες» + κατάλ. ώτης] …
5γε — (δωρ. και βοιωτ. γα) (μόριο) (Α) μόριο με επιτακτική βεβαιωτική ή διασαφητική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το πιο συχνό από τα επιτατικά μόρια τής αρχαίας, η χρήση τού οποίου αποσκοπεί στην προβολή και έξαρση μιας λέξεως μέσα στην πρόταση. Χαρακτηρίζεται… …
6παντάρχης — δωρ. τ. παντάρχας, ὁ, Α άρχων τών πάντων, κύριος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + άρχης*] …
7παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …
8πατρωϊστής — δωρ. τ. πατρωϊστάς, ὁ, Α λάτρης κάποιου πατρογονικού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρῷος + κατάλ. ιστής μέσω ενός ρ. *πατρωΐζω] …
9ποθέρπω — (δωρ. τ.) προσέρπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἕρπω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …
10πολεμηδόκος — δωρ. τ. πολεμαδόκος, ον, Α 1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος 2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν η για μετρικούς λόγους + δόκος (< δέκομαι /… …