δωρ-εά

  • 81κατατροπή — κατατροπή, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. κατατροπά, ά) [κατατρέπω] μσν. πόρος, διέξοδος, διαφορετική κατεύθυνση για έξοδο υγρού («παντοῡ μὴ ἔχον πόρον ἢ καί τινα κατατροπὴν εἰς τὸ νερὸν ἐκστάζειν», Βέλθανδρ.) αρχ. 1. (στον δωρ. τ.) ά κατατροπά ονομασία ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 82κατονόμαξις — κατονόμαξις, άξεως, ἡ (Α) (δωρ. τ. τού κατονομασία) η κατονομασία, το να δηλωθεί το όνομα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ ονομάζω, πρβλ. αόρ. ονυμάξαι τού δωρ. τ. ονυμάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 83κεν — και κε (Α) (δυνητ. μόριο) αν. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με …

    Dictionary of Greek

  • 84κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 85κλαξ — κλᾴξ, ακός και κλάιξ, άικος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο κ ] …

    Dictionary of Greek

  • 86κοινωνητικός — και δωρ. τ. κοινωνατικός, ή, όν (Α) [κοινωνώ] 1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός* 2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος β) ελευθέριος …

    Dictionary of Greek

  • 87κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… …

    Dictionary of Greek

  • 88κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… …

    Dictionary of Greek

  • 89κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 90κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …

    Dictionary of Greek