δωρῶ
1Δωρῶ — Δωρώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Δωρώ fem acc sg …
2δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… …
3Δωρώ — fem nom sg …
4δωρῶ — δωρέω give pres subj act 1st sg (attic epic doric) δωρέω give pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
5Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg …
6δώρῳ — δῶρον gift neut dat sg …
7Δωροῖ — Δωρώ fem dat sg …
8Δωροῦ — Δωρώ fem nom/voc/acc dual …
9Δωρῶν — Δωρώ fem gen pl …
10μνησιδωρώ — μνησιδωρῶ, και δωρ. τ. μνασιδωρῶ, έω (Α) προσφέρω δημόσιες ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) + δωρῶ (< δωρος < δῶρον), πρβλ. φιλο δωρώ] …