δωρό-δειπνος

  • 1σκοτόδειπνος — ον, Α αυτός που τρώει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό δειπνος] …

    Dictionary of Greek

  • 2φερέδειπνος — ον, Μ αυτός που παραθέτει δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος, φιλό δειπνος] …

    Dictionary of Greek

  • 3φιλόδειπνος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια 2. αυτός που τού αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον η αγάπη για τα δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος] …

    Dictionary of Greek