δωρο-δέκτης
1πομποδέκτης — ο, Ν ο δέκτης τού πομπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπός + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] …
2χρυσοδέκτης — ου, ὁ, Μ αποδέκτης χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] …
3αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …