δωρικος
1Δωρικός — masc nom sg …
2δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… …
3δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …
4δωρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δωριείς: Ο ναός είναι δωρικού ρυθμού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Δωρικά — Δωρικός neut nom/voc/acc pl Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc/acc dual Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6Δωρικώτερον — Δωρικός adverbial comp Δωρικός masc acc comp sg Δωρικός neut nom/voc/acc comp sg …
7Δωρικῶν — Δωρικός fem gen pl Δωρικός masc/neut gen pl …
8Δωρικόν — Δωρικός masc acc sg Δωρικός neut nom/voc/acc sg …
9Δωρικαῖς — Δωρικός fem dat pl …
10Δωρικαί — Δωρικός fem nom/voc pl …