δωρεά
1δωρεά — δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc/acc dual (ionic) δωρεά̱ , δωρεά gift fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2δωρεᾷ — δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
3δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …
4δωρεά — η ό,τι προσφέρεται χωρίς αμοιβή ή ανταπόδοση: Έκανε δωρεά το αρχοντικό της στο δήμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δωρεάν — δωρεά gift indeclform (adverb) δωρεά̱ν , δωρεά gift fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
6δωρεᾶι — δωρεᾷ , δωρεά gift fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
7δωρεάς — δωρεά̱ς , δωρεά gift fem acc pl (ionic) …
8δωρεήν — δωρεά gift ionic (indeclform adverb) δωρεά gift fem acc sg (epic ionic) …
9δωρεαῖς — δωρεά gift fem dat pl (ionic) …
10δωρεαί — δωρεά gift fem nom/voc pl (ionic) …