δωρειά
1δωρειά — δωρειά̱ , δωρειά fem nom/voc/acc dual δωρειά̱ , δωρειά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2δωρειάν — δωρειά̱ν , δωρειά fem acc sg (attic doric aeolic) …
3δωρειάς — δωρειά̱ς , δωρειά fem acc pl …
4δωρείας — δωρείᾱς , δωρεά gift fem acc pl (attic) δωρείᾱς , δωρεά gift fem gen sg (attic doric aeolic) …
5δωρειαῖς — δωρειά fem dat pl …
6δωρειαί — δωρειά fem nom/voc pl …
7δωρειᾶς — δωρειά fem gen sg (attic doric aeolic) …
8δωρεά — Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως… …
9δωρειῶν — δωρεά gift fem gen pl (attic) δωρειά fem gen pl …