δωδεκα-στάσιος
1τρεισκαιδεκαστάσιος — και τρισκαιδεκαστάσιος, ον, Α αυτός που αξίζει δεκατρείς φορές το βάρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα στάσιος] …
2τριστάσιος — ον, Α αυτός που έχει τριπλάσια τιμή, τριπλάσια αξία σε σύγκριση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα στάσιος] …