δωδεκαμήχανος
1δωδεκαμήχανος — δωδεκαμήχανος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμοποιεί δώδεκα τεχνάσματα 2. (για εταίρα) φρ. «ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης μελοποιῶν» συνθέτοντας μελωδίες ανάλογες με τις δώδεκα διαφορετικές στάσεις με τις οποίες η Κυρήνη εξυπηρετεί τους πελάτες της… …
2δωδεκαμήχανος — knowing twelve arts masc/fem nom sg …
3δωδεκαμήχανον — δωδεκαμήχανος knowing twelve arts masc/fem acc sg δωδεκαμήχανος knowing twelve arts neut nom/voc/acc sg …
4CYRENE — I. CYRENE Graece Κυρήνη, urbs Galliae a Massiliensibus condita, vulgo Courens, vel Correns, ad amnem Argenteum. Hadr. Vales. in voce Massilia. II. CYRENE Penei fluv. filia, cuius amore flagrans Apollo in Pelio Thessaliae monte eam rapuit, et in… …
5μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …