δυσ-θαλπής

  • 1ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …

    Dictionary of Greek

  • 2πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …

    Dictionary of Greek

  • 3περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] …

    Dictionary of Greek