δυσάρμοστος
1δυσάρμοστος — ill united masc/fem nom sg …
2δυσάρμοστος — η, ο (AM δυσάρμοστος, ον) αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα αρχ. (για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής …
3δυσάρμοστον — δυσάρμοστος ill united masc/fem acc sg δυσάρμοστος ill united neut nom/voc/acc sg …
4δυσαρμοστότερα — δυσάρμοστος ill united neut nom/voc/acc comp pl …
5δυσαρμόστους — δυσάρμοστος ill united masc/fem acc pl …
6δυσάρμοστοι — δυσάρμοστος ill united masc/fem nom/voc pl …