δυσάγκριτος
1δυσάγκριτοι — δυσάγκριτος masc/fem nom/voc pl …
2δυσανάκριτος — δυσανάκριτος, ον και δυσάγκριτος, ον (Α) αυτός που καθορίζεται δύσκολα, δυσδιάγνωστος …
1δυσάγκριτοι — δυσάγκριτος masc/fem nom/voc pl …
2δυσανάκριτος — δυσανάκριτος, ον και δυσάγκριτος, ον (Α) αυτός που καθορίζεται δύσκολα, δυσδιάγνωστος …