Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυστυχισμένος

См. также в других словарях:

  • κακομοιριάζω — (Μ κακομοιριάζω) [κακόμοιρος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον δυστυχισμένο, άθλιο 2. (αμτβ.) γίνομαι κακομοίρης, δυστυχισμένος 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακομοιριασμένος, η, ο κακότυχος, κακομοίρης 4. μέσ. κακομοιριάζομαι γίνομαι κακομοίρης, δυστυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • παντλήμων — και, δωρ. τ., παντλάμων, ον, (Α) πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τλήμων «δυστυχισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • δυστυχώ — δυστυχώ, δυστύχησα, δυστυχισμένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: δυστυχώ : η μτχ. δυστυχισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ δυστυχής, δύστυχος κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • άζουδος — η, ο 1. δυστυχισμένος, άμοιρος, κακορίζικος 2. ο χωρίς ενεργητικότητα, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζούδι < ζώδιον δηλ. άζουδος, «ο έχων κακό ζώδιο», ατυχής, άμοιρος. ΠΑΡ. αζουδεύομαι, αζουδιά] …   Dictionary of Greek

  • άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) …   Dictionary of Greek

  • άκληρος — η, ο (Α ἄκληρος, ον) (νεοελλ. και άκλερος, η, ο) νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος 2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε 3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1 αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο… …   Dictionary of Greek

  • άπορος — η, ο (AM ἄπορος, ον) [πόρος] φτωχός, ενδεής μσν. νεοελλ. 1. δυστυχισμένος, άθλιος 2. κακός, ανάξιος 3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος αρχ. μσν. 1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος 2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἄπορον η… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»