δυσπραγίᾳ
1δυσπραγία — δυσπραγίᾱ , δυσπραγία ill luck fem nom/voc/acc dual δυσπραγίᾱ , δυσπραγία ill luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2δυσπραγίᾳ — δυσπραγίαι , δυσπραγία ill luck fem nom/voc pl δυσπραγίᾱͅ , δυσπραγία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) …
3δυσπραγία — η (Α δυσπραγία) δυστυχία, κακοτυχία νεοελλ. δυσχέρεια …
4δυσπραγίας — δυσπραγίᾱς , δυσπραγία ill luck fem acc pl δυσπραγίᾱς , δυσπραγία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) …
5δυσπραγίαι — δυσπραγία ill luck fem nom/voc pl δυσπραγίᾱͅ , δυσπραγία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) …
6δυσπραγίαν — δυσπραγίᾱν , δυσπραγία ill luck fem acc sg (attic doric aeolic) …
7δυσπραγιῶν — δυσπραγία ill luck fem gen pl …
8δυσπραγίαις — δυσπραγία ill luck fem dat pl …
9печальныи — (275) пр. 1.Опечаленный, огорченный, скорбящий: кн҃зь всѣволодъ побеже въ ноць. ѹтаивъсѧ из новагорода… новгородьци же печѧльни быша о томь. ЛН XIII2, 94 об. (1222); ˫ависѧ [Христос] ап҃ломъ своимъ по воскр҃нии печальномъ сѹщемъ и премѣни скорбь… …
10Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …