δυσκίνητος
1Δυσκίνητος — hard to move masc nom sg …
2δυσκίνητος — hard to move masc/fem nom sg …
3δυσκίνητος — η, ο (AM δυσκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος 2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα μσν. (για χρόνο) δύσκολος αρχ. 1. σταθερός, αμετάβλητος 2. (για ψυχή) ασυγκίνητος 3. αμείλικτος, σκληρός 4. το ουδ. ως ουσ …
4δυσκίνητος — η, ο 1. βραδυκίνητος: Από τότε που πάχυνε έγινε δυσκίνητος. 2. μτφ., νωθρός, ράθυμος: Το μυαλό του είναι δυσκίνητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δυσκινητότερον — δυσκίνητος hard to move adverbial comp δυσκίνητος hard to move masc acc comp sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc comp sg …
6δυσκινητότατον — δυσκίνητος hard to move masc acc superl sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc superl sg …
7δυσκινήτως — δυσκίνητος hard to move adverbial δυσκίνητος hard to move masc/fem acc pl (doric) …
8δυσκίνητον — δυσκίνητος hard to move masc/fem acc sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc sg …
9δυσκινητοτέρου — δυσκίνητος hard to move masc/neut gen comp sg …
10δυσκινητοτέρους — δυσκίνητος hard to move masc acc comp pl …