δυσεξεύρετος
1δυσεξεύρετος — η, ο (AM δυσεξεύρετος, ον) αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.) νεοελλ. 1. δυσκολοκατόρθωτος 2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος …
2δυσεξευρέτοις — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat pl …
3δυσεξευρέτῳ — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat sg …
4δυσεξεύρετα — δυσεξεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc pl …
5δυσεξεύρετοι — δυσεξεύρετος hard to find out masc/fem nom/voc pl …