1δυσανάκρατος — δυσανάκρατος, ον (Α) αυτός που δύσκολα αναμιγνύεται …
Dictionary of Greek
2δυσανάκρατος — hard to mix masc/fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)