δυνατόν

  • 101πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …

    Dictionary of Greek

  • 102πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …

    Dictionary of Greek

  • 103συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 104συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …

    Dictionary of Greek

  • 105τάχος — το, ΝΜΑ [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα 2. φρ. α) «εν τάχει» (λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμένα β) «όσον τάχος» (λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αρχ. 1. (στη δοτ.) τάχει ταχέως 2. (στην αιτ.) τάχος ταχέως 3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς… …

    Dictionary of Greek

  • 106τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …

    Dictionary of Greek

  • 107τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 108υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …

    Dictionary of Greek

  • 109υπερέξεστι — Α είναι πάρα πολύ δυνατόν, επιτρέπεται σε μέγιστο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔξεστι «επιτρέπεται, είναι δυνατόν»] …

    Dictionary of Greek

  • 110φανταστικός — ή, ό / φανταστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός ή, ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία νεοελλ. 1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος …

    Dictionary of Greek