δυναστεία

  • 81Αγλαβίδες — Αραβική δυναστεία που κυριάρχησε στην Τυνησία και στο μεγαλύτερο τμήμα της βόρειας Αφρικής από το 800 έως το 909. Ιδρυτής της δυναστείας, στον οποίο οφείλει και το όνομά της, ήταν ο κυβερνήτης της βόρειας Αφρικής (765 767) Αλ Αγλάμπ ιμπν Ιμπραήμ …

    Dictionary of Greek

  • 82Αλμοάδες — (Al Mehadz). Μέλη θρησκευτικής μουσουλμανικής αίρεσης από την οποία προήλθε τον 12o αι. η ισχυρότερη δυναστεία Βερβέρων ηγεμόνων. Την αίρεση αυτή ίδρυσε o Ιμπν Τουμάρτ, που δίδασκε ότι o Θεός είναι ενιαίος (γι’ αυτό και οι οπαδοί της ονομάστηκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 83Αμορραίοι ή Αμορρίτες — Σημιτικός λαός της Συρίας, o οποίος στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ξεχύθηκε στη Μεσοποταμία. Τα σφηνοειδή κείμενα αναφέρουν, ήδη από τον 23o αι., τους Α. με την ονομασία Αμούρρου, δηλαδή δυτικούς. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας κατέλαβαν… …

    Dictionary of Greek

  • 84Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… …

    Dictionary of Greek

  • 85Αντωνίνοι — (Antonini). Δυναστεία Ρωμαίων αυτοκρατόρων που βασίλεψαν από το 138 έως το 192 μ.Χ. Το όνομά τους το οφείλουν στον Αντωνίνο τον Ευσεβή. Οι αυτοκράτορες αυτής της δυναστείας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138 161), ο Μάρκος Αυρήλιος (161 180) και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 86Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 87Αχαιμενίδες — Περσική προϊσλαμική δυναστεία, που ονομάστηκε έτσι από τον Αχαιμένη ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πρόγονος του Κύρου. Υποτελείς στην αρχή των Μήδων βασιλιάδων και βασιλιάδες του Ανσάν (Ελάμ ή Σουσιανής, στη νοτιοδυτική Περσία) οι Α.… …

    Dictionary of Greek

  • 88Βαβυλώνα — (Μπαμπ ίλι ασσυρο βαβυλωνιακά, Κα ντιγκίρρα [πύλη του Θεού] σουμερικά, Βαβέλ εβραϊκά). Πρωτεύουσα της αρχαίας Βαβυλωνίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη Αλ Χίλα (268.834 κάτ.), πρωτεύουσα της επαρχίας Μπαμπίλ (Βαβυλώνα) (5.603… …

    Dictionary of Greek

  • 89Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …

    Dictionary of Greek

  • 90Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …

    Dictionary of Greek