δυναστεία

  • 111Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …

    Dictionary of Greek

  • 112Πλανταγενέτες — Αγγλική δυναστεία που βασίλευσε από το 1154 έως το 1399. Το όνομά της προέρχεται από το στέμμα του Γοδεφρείδου του Ωραίου, κόμη της Ανδεγαυίας, που είχε ως έμβλημα το φυτό σπάρτο (plante de gênet). Η δυναστεία άρχισε με τον Ερρίκο B΄, γιο του… …

    Dictionary of Greek

  • 113Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …

    Dictionary of Greek

  • 114Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …

    Dictionary of Greek

  • 115Σακκάρα — Φαραωνική νεκρόπολη της Αιγύπτου, σε μικρή απόσταση από τη Μέμφιδα. Οι αρχαιότεροι τάφοι ανήκουν σε βασιλιάδες και ανώτερους αξιωματούχους της A’ δυναστείας. Το επιβλητικότερο νεκρικό συγκρότημα είναι του Φαραώ Ζόσερ ή Ζοσέρ της Γ’ δυναστείας,… …

    Dictionary of Greek

  • 116Σαφαρίδες — Μουσουλμανική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Γιακούμπ μπεν Λάιθ, γιος του Λάιθ ας Σαφάρ (Σαφάρ = χαλκέας, απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), που επικεφαλής επαναστατικών στρατευμάτων… …

    Dictionary of Greek

  • 117σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …

    Dictionary of Greek

  • 118Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …

    Dictionary of Greek

  • 119Τημενίδες — Βασιλική δυναστεία του Άργους, που ιδρύθηκε από τον Τήμενο. Ο Τήμενος ήταν Ηρακλείδης, γιος του Αριστόμαχου, γενάρχης των Τ. Όταν οι Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο, σε αυτόν έδωσαν την Αργολίδα, όπου έγινε βασιλιάς και νομοθέτης. Έτσι… …

    Dictionary of Greek

  • 120Φατιμίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία, που εγκαθιδρύθηκε κατά το τέλος του 9ου και τις αρχές του 10ου αι., μετά τη διάλυση του χαλιφάτου των Αβασιδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ουμπεΐντ Αλλάχ, ο οποίος, αφού ανακηρύχθηκε απόγονος της Φατίμα, κόρης του… …

    Dictionary of Greek