δυναστεία

  • 101Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …

    Dictionary of Greek

  • 102Λυδία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα δυτικά της παράλια και προς το Αιγαίο. Οριζόταν στα Β από τη Μυσία, στα Α από τη Φρυγία, στα Ν από την Καρία και στα Δ από την Ιωνία. Το ανατολικό μέρος της Λ. διέρρεε ο Έρμος ποταμός. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 103Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… …

    Dictionary of Greek

  • 104Μερινίδες — Βερβερική δυναστεία της φυλής Μπενί Μερίν, η οποία βασίλευσε στο Μαρόκο την περίοδο 1269 1465. Με αρχηγό τον Αμπού Γιάχγια, οι Μ. κατάλαβαν τη Φεζ το 1248 και ίδρυσαν ένα ανεξάρτητο εμιράτο. Το 1269 κατέλαβαν το Μαρακές, ανέτρεψαν τη δυναστεία… …

    Dictionary of Greek

  • 105Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …

    Dictionary of Greek

  • 106Νουβία — Περιοχή στα Ν του πρώτου καταρράκτη του Νείλου (σήμερα έδαφος κατά ένα μέρος αιγυπτιακό και κατά ένα μέρος σουδανικό), που ήταν κατοικημένη στα αρχαία χρόνια από τον αφρικανικό πληθυσμό των Νουβίων, για τους οποίους δεν υπάρχουν σαφείς… …

    Dictionary of Greek

  • 107Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… …

    Dictionary of Greek

  • 108Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …

    Dictionary of Greek

  • 109Ουρούκ — Αρχαία σουμεριακή πόλη (γνωστή στη Βίβλο με την ονομασία Ερέχ), στη θέση της σημερινής Βάρκα, στη νότια Μεσοποταμία. Ο τέλ (λόφος) της Βάρκα εξερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1849 από τον Άγγλο γεωλόγο Ουίλιαμ Κ. Λόφτους, αλλά η πραγματική… …

    Dictionary of Greek

  • 110Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …

    Dictionary of Greek