δυνάστης
1Δυνάστης — lord masc nom sg …
2δυνάστης — lord masc nom sg …
3Δυνάστῃς — Δυνάστης lord masc dat pl (epic) …
4δυνάστῃς — δυνάστης lord masc dat pl (epic) …
5δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό …
6δυνάστης — ο 1. τυραννικός ηγεμόνας. 2. μτφ., αυταρχικός ή καταπιεστικός άνθρωπος: Ο άντρας που παντρεύτηκε είναι σωστός δυνάστης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7δυνάσται — δυνάστης lord masc nom/voc pl δυνάστᾱͅ , δυνάστης lord masc dat sg (doric aeolic) …
8Δύναστα — Δυνάστης lord masc voc sg Δυνάστης lord masc nom sg (epic) …
9ДИНАСТ — • Δυνάστης (δυναστεία), властелин. По древнему понятию, напр. у Геродота, этим словом обозначались небольшие властители в негреческих землях. Аристотель употребляет это слово для обозначения особой формы государственного правления,… …
10Δυναστέων — Δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) …