δυνάστης
21δυνάστῃ — δυνάστης lord masc dat sg (attic epic ionic) …
22Δυνάστῃσι — Δυνάστης lord masc dat pl (epic ionic) …
23δυνάστῃσι — δυνάστης lord masc dat pl (epic ionic) …
24Φαδρίγος — Επώνυμο οικογένειας Φράγκων ηγεμόνων, που έδρασαν στην Ελλάδα τον 14o αιώνα. 1. Αλφόνσος. Νόθος γιος του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου B’ του Αραγονικού, διετέλεσε στο διάστημα 1305 17 επίτροπος του δούκα της Αθήνας. Από το αξίωμα αυτό… …
25δυνάστα — δυνάστᾱ , δυνάστης lord masc nom/voc/acc dual δυνάστης lord masc voc sg δυνάστᾱ , δυνάστης lord masc gen sg (doric aeolic) δυνάστης lord masc nom sg (epic) …
26Δύνασθ' — Δύναστα , Δυνάστης lord masc voc sg Δύναστα , Δυνάστης lord masc nom sg (epic) Δύνασται , Δυνάστης lord masc nom/voc pl …
27могутъ — ? (1): А уже не вижду власти сильнаго, и богатаго, и многовои брата моего Ярослава, съ Черниговьскими былями, съ Могуты, и съ Татраны, и съ Шельбиры, и съ Топчакы, и съ Ревугы, и съ Ольберы. 26 27. Тьгда прорицати хвалеть се и ему же е быти, и… …
28δυνάστωρ — ( ορος), ο (Α) δυνάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης] …
29δυναστεύω — (AM δυναστεύω) [δυνάστης] μσν. νεοελλ. καταδυναστεύω, κυριαρχώ, δεσπόζω μσν. 1. πιέζω, εξαναγκάζω 2. βιάζω γυναίκα 3. βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι 4. παίρνω με τη βία 5. συγκρατώ, εμποδίζω 6. (αμτβ.) προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου 7. (η μτχ. ενεστ …
30οβριμοδυνάστης — ὀβριμοδυνάστης, ὁ (Α) ο ισχυρός δυνάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + δυνάστης] …