δρῶντες

  • 1δρῶντες — δράω do pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …

    Dictionary of Greek

  • 3σκοπελισμός — ὁ, Α [σκοπελίζω] (στους Άραβες) τοποθέτηση ογκωδών λίθων γύρω από τον αγρό ενός εχθρικά διακείμενου προς τους δρώντες προσώπου, σε ένδειξη ότι απαγορεύεται η καλλιέργειά του από οποιονδήποτε και ότι εκείνος που δεν θα υποκύψει θα θανατωθεί …

    Dictionary of Greek

  • 4βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 5ἱδρῶντες — ἱ̱δρῶντες , ἱδρόω sweat pres part act masc nom/voc pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)