δρῑμύτης
1δριμύτης — δρῑμύτης , δριμύτης acridness fem nom sg …
2δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… …
3ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1102 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ԿԾՈՒՈՒԹԻՒՆ δριμύτης, πικρότης acrimonia, acerbitas. որ եւ ԿԾՈՒԹԻՒՆ. Կծու գոլն. բա՛րկ թթուութիւն. դառնութիւն. եկ կծողութիւն. ... *Ծխաշունչ կծուութիւն ինչ ʼի փորէ ʼի վեր բուրիցէ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1:… …
4δριμυτήτων — δρῑμυτήτων , δριμύτης acridness fem gen pl …
5δριμύτησι — δρῑμύτησι , δριμύτης acridness fem dat pl …
6δριμύτησιν — δρῑμύτησιν , δριμύτης acridness fem dat pl …
7δριμύτητα — δρῑμύτητα , δριμύτης acridness fem acc sg …
8δριμύτητας — δρῑμύτητας , δριμύτης acridness fem acc pl …
9δριμύτητες — δρῑμύτητες , δριμύτης acridness fem nom/voc pl …
10δριμύτητι — δρῑμύτητι , δριμύτης acridness fem dat sg …
- 1
- 2