δρᾰκων
1Δράκων — dragon masc nom sg …
2δράκων — dragon masc nom sg …
3δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… …
4δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …
5Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) …
6δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) …
7δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg …
8Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual …
9Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl …
10Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg …