δρύπτω

  • 51αμφιδρυφής — ἀμφιδρυφής, ές (Α) ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 52αποδρύπτω — ἀποδρύπτω (Α) [δρύπτω] αφαιρώ το δέρμα από το σώμα, γδέρνω …

    Dictionary of Greek

  • 53δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 54καταδρύπτω — (Α) ξεσχίζω, κατασπαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δρύπτω «ξεσχίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 55παραδρύπτω — Α σχίζω, γδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δρύπτω «ξεσχίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 56περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 57δρύφοι — δρύφοῑ , δρύπτω tear aor opt act 3rd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 58der-, heavy basis derǝ-, drē- —     der , heavy basis derǝ , drē     English meaning: to cut, split, skin (*the tree)     Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten”     Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary