δρύπτω
41ἐδρύψατο — δρύπτω tear aor ind mid 3rd sg …
42ἔδρυψε — δρύπτω tear aor ind act 3rd sg …
43ἔδρυψεν — δρύπτω tear aor ind act 3rd sg …
44δρύψ' — δρύψαι , δρύπτω tear aor imperat mid 2nd sg δρύψαι , δρύπτω tear aor inf act δρύψα , δρύπτω tear aor ind act 1st sg (homeric ionic) δρύψε , δρύπτω tear aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
45παρεδρύφθην — παρά δρύπτω tear plup ind mp 3rd dual παρά δρύπτω tear aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) παρά δρύπτω tear aor ind pass 1st sg …
46ἀναδρύψει — ἀνά δρύπτω tear aor subj act 3rd sg (epic) ἀνά δρύπτω tear fut ind mid 2nd sg ἀνά δρύπτω tear fut ind act 3rd sg …
47δρύψεν — δρύψε̄ν , δρύπτω tear fut inf act (epic doric) δρύπτω tear aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
48άδρυπτος — ἄδρυπτος, ον (Α) [δρύπτω] αυτός που δεν ξεσχίζει, δεν σπαράσσει …
49αινοδρυφής — αἰνοδρυφὴς ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που πληγώνει φοβερά το σώμα του σε εκδηλώσεις πένθους (κυρίως το πρόσωπο και το στήθος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δρυφὴς < δρύπτω «σπαράσσω, σχίζω»] …
50αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… …