δρέπανον

  • 41drepanocitosis — ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad hereditaria que se presenta principalmente en individuos de raza negra y se caracteriza por una disminución de los glóbulos rojos. IRREG. plural drepanocitosis * * * drepanocitosis. (Del gr. δρέπανον, hoz …

    Enciclopedia Universal

  • 42άρπη — ἅρπη, η (Α) 1. όνομα πτηνού 2. δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43αδρέπανος — η, ο (Α ἀδρέπανος, ον) (Ν και αδράπανος) [δρέπανον] αυτός που δεν θερίστηκε με δρεπάνι, ο αθέριστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρεπάνι 2. που δεν έχει ούτε δρεπάνι, που στερείται τα πάντα, ο πάμφτωχος 3. άπρακτος …

    Dictionary of Greek

  • 44δρεπάνι — και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) [δρέπω] κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών …

    Dictionary of Greek

  • 45ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… …

    Dictionary of Greek

  • 46ζάγκλη — ζάγκλη, ἡ (Α) 1. δρεπάνι για θέρισμα 2. αρχαία ονομασία τής Μεσσήνης στη Σικελία από το σχήμα τής φυσικής προκυμαίας που σχηματίζει το λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σικελική λέξη άγνωστης προελεύσεως. Η ελληνική λ. είναι δρέπανον*. Ίσως συνδέεται με λατ.… …

    Dictionary of Greek

  • 47ζάγκλον — ζάγκλον, τὸ (Α) δρεπάνι για θέρισμα («τὸ δὲ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζάγκλον καλοῡσι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ζάγκλη*] …

    Dictionary of Greek

  • 48καλαμηφάγος — καλαμηφάγος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. κρεατο …

    Dictionary of Greek

  • 49μυοδρέπανον — μυοδρέπανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος λίθου εὐτελοῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + δρέπανον] …

    Dictionary of Greek

  • 50ξιφοδρέπανο — το (Α ξιφοδρέπανον) κυρτό ξίφος σε σχήμα δρεπανιού («ξιφοδρέπανον ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον», Ησύχ.). νεοελλ. κοντό ξίφος, ελαφρά κυρτωμένο, που χρησιμοποιείται ως ξιφολόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δρέπανον] …

    Dictionary of Greek