δραχμή
1δραχμῇ — δραχμή as much as one can hold in the hand fem dat sg (attic epic ionic) …
2δραχμή — as much as one can hold in the hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …
4δραχμή — η 1. η νομισματική μονάδα της Ελλάδας πριν την καθιέρωση του ευρώ. 2. αρχαίο νόμισμα ίσο με το 1/100 της μνας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μεταλλική δραχμή — Βλ. λ. δραχμή …
6δραχμαῖν — δραχμή as much as one can hold in the hand fem gen/dat dual …
7δραχμαῖς — δραχμή as much as one can hold in the hand fem dat pl …
8δραχμαῖσιν — δραχμή as much as one can hold in the hand fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9δραχμαί — δραχμή as much as one can hold in the hand fem nom/voc pl …
10δραχμῆς — δραχμή as much as one can hold in the hand fem gen sg (attic epic ionic) …