δραχμιαῖος
1δραχμιαίος — α, ο και ιος, ια, ιο (AM δραχμιαῑος, α, ον και δραχμαῑος, α, ον και δραχμήιος, ια, ον) 1. αυτός που έχει αξία μιας δραχμής 2. αυτός που ζυγίζει μια δραχμή …
2δραχμιαῖον — δραχμιαῖος worth masc acc sg δραχμιαῖος worth neut nom/voc/acc sg …
3δραχμιαῖα — δραχμιαῖος worth neut nom/voc/acc pl …
4δραχμιαῖοι — δραχμιαῖος worth masc nom/voc pl …
5δραχμιαίας — δραχμιαί̱ᾱς , δραχμιαῖος worth fem acc pl δραχμιαί̱ᾱς , δραχμιαῖος worth fem gen sg (attic doric aeolic) …
6διδραχμιαίος — διδραχμιαῑος, α, ον και ίαιος, α, ον και διδραχμαῑος, α, ον (Α) [δραχμιαίος] αυτός που αξίζει δύο δραχμές …
7δραχμαίος — βλ. δραχμιαίος …
8ημιδραχμιαίος — ἡμιδραχμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει βάρος μισής δραχμής (ως μέτρου βάρους). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμιαίος (< δραχμή)] …
9ԴՐԱՄԱԿՇԻՌ — (կշռոյ.) NBH 1 0642 Chronological Sequence: Unknown date, 7c գ.ա. δραχμαῖος, δραχμιαῖος drachmae pretium seu pondus aequans Փող՝ կամ ինչ մի, որ կշռէ տրամ մի, եւ արժէ մի դրամ. որ, եւ երկու ունկի, մի դրաքմայ ըստ ատտիկեցւոց, եւ ըստ աղեքսանդրացւոց… …
10δραχμιαίαν — δραχμιαί̱ᾱν , δραχμιαῖος worth fem acc sg (attic doric aeolic) …
- 1
- 2