δραστήριος
1δραστήριος — active masc/fem nom sg …
2δραστήριος — ια, ιο (AM δραστήριος, ον, Μ και ιος, ία, ον) 1. ενεργητικός, ικανός για δράση 2. γόνιμος, αποτελεσματικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός 2. δουλικός …
3δραστήριος — α, ο επίρρ. α 1. ενεργητικός, αυτός που έχει έντονη δράση: Ο βουλευτής του νομού μας είναι ένας δραστήριος πολιτικός. 2. αποτελεσματικός, δραστικός: Χάρη στις δραστήριες ενέργειες των μελών του συλλόγου μας συγκεντρώθηκαν χρήματα για την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δραστηριώτερον — δραστήριος active masc acc comp sg δραστήριος active neut nom/voc/acc comp sg δραστήριος active adverbial …
5δραστηριώτατον — δραστήριος active masc acc superl sg δραστήριος active neut nom/voc/acc superl sg …
6δραστηρίως — δραστήριος active adverbial δραστήριος active masc/fem acc pl (doric) …
7δραστήριον — δραστήριος active masc/fem acc sg δραστήριος active neut nom/voc/acc sg …
8δραστηριωτέρους — δραστήριος active masc acc comp pl …
9δραστηριωτέρῳ — δραστήριος active masc/neut dat comp sg …
10δραστηριώτατος — δραστήριος active masc nom superl sg …