1δραγμίς — δραγμίς, η (Α) ποσότητα που πιάνεται με τα τρία δάχτυλα, πρέζα …
Dictionary of Greek
2δραγμίδα — δραγμίς small handful fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3δραγμίδας — δραγμίς small handful fem acc pl …