δοῦλοι π

  • 71πάλλικες — Οι νέοι που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στο Βυζάντιο. Αργότερα οι π. λέγονται παίδες. Όλοι οι μισθωτοί αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν, με έξοδά τους, στην υπηρεσία τους έναν π. Οι απορότεροι στρατιώτες …

    Dictionary of Greek

  • 72πίστρινον — τὸ, Α μύλος στον οποίο εργάζονταν δούλοι που είχαν δραπετεύσει και είχαν συλληφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pistrinum «μύλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 73παράτροφος — ον, Α [παρατρέφω] αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλους, στο ίδιο σπίτι («δοῡλοι οἰκογενεῑς και παράτροφοι», Πολ.) …

    Dictionary of Greek

  • 74περισχιδής — ές, Α [περισχίζω] 1. αυτός που είναι σχισμένος ή σκαλισμένος ολόγυρα 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περισχιδεῑς είδος ευτελών υποδημάτων που φορούσαν κυρίως οι δούλοι …

    Dictionary of Greek

  • 75πρατήρ — ῆρος, ο, Α 1. πωλητής, μεταπράτης 2. φρ. «πρατὴρ λίθος» πέτρα πάνω στην οποία στέκονταν οι δούλοι που επρόκειτο να πωληθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 76σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …

    Dictionary of Greek

  • 77σκύθης — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας από τη Σκυθία. Σύμφωνα με την παράδοση αναχωρώντας ο Ηρακλής, άφησε εντολή να βασιλεύσει στη χώρα εκείνος από τους τρεις γιους του (Αγάθυρσο, Γελωνό και Σ.), ο οποίος θα κατόρθωνε να τεντώσει… …

    Dictionary of Greek

  • 78σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 79στρωματόδεσμον — τὸ, Α δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, ώματος + δεσμός] …

    Dictionary of Greek

  • 80σωματοτροφείον — τὸ, Α χώρος όπου έτρωγαν δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφεῖον] …

    Dictionary of Greek