δοῦλοι π

  • 41αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …

    Dictionary of Greek

  • 42ανάκαιον δεσμωτήριον — (ή ἀνακαῑον ή ἀναγκαῑον) αρχ. το δεσμωτήριο στο οποίο εκρατούντο οι δούλοι ή οι απελεύθεροι που αποστατούσαν από τους κυρίους τους …

    Dictionary of Greek

  • 43απεμπολώ — (AM ἀπεμπολῶ, άω Α κ. έω) [εμπολώ] ξεπουλάω κάτι, παραχωρώ κάτι με αθέμιτα ανταλλάγματα αρχ. 1. απάγω 2. προδίδω 3. οἱ ἀπεμπολώμενοι αυτοί που αγοράζονται για να πουληθούν ως δούλοι …

    Dictionary of Greek

  • 44αποφορά — η (Α ἀποφορά) [αποφέρω] δυσοσμία από αναθυμιάσεις αρχ. 1. πληρωμή οφειλών, καταβολή φόρων 2. χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους 3. (γενικά) εισόδημα, κέρδος, ενοίκιο …

    Dictionary of Greek

  • 45βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …

    Dictionary of Greek

  • 46δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 47δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …

    Dictionary of Greek

  • 48διφθερίας — διφθερίας, ο (Α) αυτός που φορεί διφθέρα (στους τραγικούς ποιητές, δούλοι με διφθέρα στους κωμικούς, γέροι αγρότες) …

    Dictionary of Greek

  • 49δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… …

    Dictionary of Greek

  • 50δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …

    Dictionary of Greek