δούρειος
1δούρειος — masc nom sg …
2δούρειος — α, ο (AM δούρειος, α, ον Α και δούριος, α, ον) [δόρυ] φρ. «δούρειος ἵππος» ο ξύλινος ίππος που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση τής Τροίας νεοελλ. «δούρειος ίππος» παγίδα, απατηλή εμφάνιση με άλλη ονομασία αρχ. ξύλινος …
3Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …
4δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δούρειον — δούρειος masc acc sg δούρειος neut nom/voc/acc sg …
6δουρείοις — δούρειος masc/neut dat pl …
7δουρείου — δούρειος masc/neut gen sg …
8δουρείῳ — δούρειος masc/neut dat sg …
9δούρειοι — δούρειος masc nom/voc pl …
10Dorians — This article is about the population of ancient Greece. For other uses, see Dorian (disambiguation). History of Greece This article is part of …