δούρατι
1δούρατι — δόρυ stem neut dat sg (epic) …
2προβόλαιος — ον, Α 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον μέσο άμυνας,… …
3δούραθ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …
4δούρατ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …