δοχή
1δοχή — δοχή, η (AM) 1. δοχείο 2. υποδοχή, δεξίωση μσν. 1. εισφορά 2. ενέδρα …
2δοχή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3δοχῇ — δοχῆι , δοχεύς recipient masc dat sg (epic ionic) δοχή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) …
4δοχαῖς — δοχή receptacle fem dat pl …
5δοχαί — δοχή receptacle fem nom/voc pl …
6δοχήν — δοχή receptacle fem acc sg (attic epic ionic) …
7δοχῶν — δοχή receptacle fem gen pl δοχός containing masc/fem/neut gen pl …
8θραυσματοδόχη — ή πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, τος + δόχη (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο δόχη, τεφρο δόχη] …
9ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] …
10καλαμοδόχη — η δοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια τής υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, τεφρο δόχη] …