δουρῐ-κλειτός
1πάγκλειτος — πάγκλειτος, ον (ΑΜ) ξακουστός σε όλα, κατά τα πάντα περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλειτός (< κλέος), πρβλ. δουρί κλειτος] …
2περικλειτός — ή, όν, Α περικλεής, ένδοξος, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι κλειτός)] …
3δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …