Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δουλειά

  • 1 δουλειά

    [дулиа] ουσ. Θ. работа, труд.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δουλειά

  • 2 δουλεία

    [дулиа] ουσ. Θ. рабство, кабала.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δουλεία

  • 3 работа

    работ||а
    ас
    1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
    тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·
    2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
    3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:
    печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > работа

  • 4 работа

    θ.
    1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•

    умственная работа πνευματική εργασία•

    научная επιστημονική εργασία•

    тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•

    женская работа γυναικεία δουλειά.

    2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•

    полевые -ы αγροτικές δουλειές•

    принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•

    фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•

    мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•

    каторжные -ы τα κάτεργα.

    || υπηρεσία, εργασία, δουλειά•

    поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•

    сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•

    раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•

    искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).

    3. έργο•

    печатные -ы δημοσιευμένα έργα•

    дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•

    выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•

    прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.

    εκφρ.
    брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό.

    Большой русско-греческий словарь > работа

  • 5 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 6 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 7 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 8 заработать

    ρ.σ.
    κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•

    заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.

    || αποκτώ με τη δουλειά μου•

    заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.

    || (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•

    заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.

    || αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.
    παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > заработать

  • 9 работа

    1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειά
    арматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεων
    бетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετά
    землечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσης
    научно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασία
    посменная - με/σε βάρδιες
    резная - τα γλυπτά, τα σκαλιστά
    уборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρους
    умственная - πνευματική -, διανοητική -
    2. (функционирование) η λειτουργία
    η εργασία
    безотказная - άνευ αστοχιών/βλαβών
    бесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -
    - вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)
    - двигателя η δουλειά/λειτουργία του κινητήρα
    - конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευής
    непрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -
    периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -
    - с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων
    3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία
    *плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω
    2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ
    - без нагрузки эл. - χωρίς φορτίο
    4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа

  • 10 уволить

    уволить, увольнять απολύω, διώχνω από τη δουλειά \уволиться παρατιέμαι, αποχωρώ από τη δουλειά
    * * *
    = увольнять
    απολύω, διώχνω από τη δουλειά

    Русско-греческий словарь > уволить

  • 11 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 12 запрячь

    κ. παλ. запречь, -рягу, -ряжешь, -рягут, παρλθ. χρ. запряг, -гла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. запрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запряженный, βρ: -жен, -жена, -жено, επιρ. μτχ. запрягши
    ρ.σ.μ.
    1. ζεύω•

    запрячь лошадей ζεύω τα άλογα.

    2. μτφ. παραφορτώνω, βάζω σε δύσκολη δουλειά•

    запрячь в работу στρώνω στη δουλειά.

    καταπιάνομαι με βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > запрячь

  • 13 отработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•

    отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•

    я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.

    2. τελειώνω τη δουλειά.
    3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•

    наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.

    || φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.
    4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.
    τελειώνω την εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > отработать

  • 14 пот

    -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. поты α.
    1. ο ιδρώτας. || ίδρωση, -μα.
    2. στρώμα λεπτών υδροσταγώνων•

    пот окон ο ιδρώτας των παραθύρων (των τζαμιών).

    εκφρ.
    в -е лица – με τον ιδρώτα του προσώπου (κοπιάζοντας, μοχθώντας)•
    до седьмого ή десятого -а (поту) трудиться, работать – ξεπατώνομαι, ξεθεώνομαι στη δουλειά, λιώνω στη δουλειά•
    цыганский пот – κρυώνω σαν το γύφτο•
    - ом и кровью добывать – ιδροκοπώ ή φτύνω αίμα για να βγάλω•
    семь -ов сощло с него – του βγήκε ο Θεός ανάποδα, είδε κι έπαθε για να•
    вогнать в пот – ξεπατώνω, λιώνω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > пот

  • 15 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 16 дело

    1. (специальность, профессия, область знаний, круг знаний) το επάγγελμα, η τέχνη
    η δουλειά, η ασχολία, η επαγγελματική δράση
    книгоиздательское - οι εκδόσεις (πλ.)
    столярное - см. плотничье -
    2. (канц.) о φάκελος 3. (событие, факт, положение вещей, обстоятельства) η υπόθεση, το πράγμα, το ζήτημα 4. (круг ведения) η αρμοδιότητα, η δικαιοδοσία 5. (труд, работа) η δουλειά, η επαγγελματική δράση 6. (κ>ρ.) η υπόθεση, η δίωξη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дело

  • 17 взять

    взять παίρνω, λαβαίνω* возьмите! πάρτε! ◇\взять на себя... ανάλαβαίνω \взять себя в руки συγκρατιέμαι \взяться καταπιάνομαι \взяться за руки πιάνομαι από το χέρι (με κάποιον) ◇ \взяться за дело αρχίζω τη δουλειά, καταπιάνομαι με τη δουλειά
    * * *
    παίρνω, λαβαίνω

    возьми́те! — πάρτε!

    ••

    взять на себя́... — αναλαβαίνω

    взять себя́ в ру́ки — συγκρατιέμαι

    Русско-греческий словарь > взять

  • 18 взяться

    взятьсяся за́ руки — πιάνομαι από το χέρι (με κάποιον)

    ••

    взятьсяся за де́ло — αρχίζω τη δουλειά, καταπιάνομαι με τη δουλειά

    Русско-греческий словарь > взяться

  • 19 выбывать

    выбывать, выбыть βγαίνω; αναχωρώ (уезжать) αποχωρώ (уходить) \выбывать из строя γίνο μαι ανίκανος για δουλειά \выбывать из игры βγαίνω από το παιχ νίδι
    * * *
    = выбыть
    βγαίνω; αναχωρώ ( уезжать); αποχωρώ ( уходить)

    выбыва́ть из стро́я — γίνομαι ανίκανος για δουλειά

    выбыва́ть из игры́ — βγαίνω από το παιχνίδι

    Русско-греческий словарь > выбывать

  • 20 горло

    горло с о λαιμός, το λαρύγγι дыхательное \горло η τραχεία у меня болит \горло έχω τα λαιμά μου в \горлое пересохло ξεράθηκε το λαρύγγι μου ◇ я занят по \горло είμαι πνιγμένος στη δουλειά
    * * *
    с
    ο λαιμός, το λαρύγγι

    дыха́тельное гор́ло — η τραχεία

    у меня́ боли́т гор́ло — έχω τα λαιμά μου

    в гор́ле пересо́хло — ξεράθηκε το λαρύγγι μου

    ••

    я за́нят по гор́ло — είμαι πνιγμένος στη δουλειά

    Русско-греческий словарь > горло

См. также в других словарях:

  • δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»