δοτ-έος
1ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …
2ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …
3ε — (I) (Μ ἔ) επιφών. εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!») 2. θαυμασμό 3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου!») νεοελλ. 1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!») 2. κλήση («ε!… …
4θυγατριδούς — θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α) βλ. θυγατριδεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδοῦς < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδούς)] …
5ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] …
6ουρεσιφοίτης — οὐρεσιφοίτης, ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, ίτιδος (Α) αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος, εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + φοίτης (< φοιτῶ)] …
7ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …