δος
1δός — δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd sg …
2Δός μοι ποῦ στῶ, καὶ τὴν γὴν κινήσω. — См. Дай мне точку опоры и я двину землю …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
3Δός μοι πᾶ βῶ καὶ κινῶ τὰν γᾶν. — См. Дай мне точку опоры и я двину землю …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Εἰ μὴ ἔχεις γέροντα, δὸς καὶ ἀγόρασον. — См. Есть старый убил бы его, нет старого купил бы его …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Εἰ μὴ ἔχεω γέροντα, δὸς καὶ ἀγόρασον. — См. Что имеем, не храним; потерявши, плачем …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …
8επιχαλυβώνω — και επιχαλυβδώνω καλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ) ώνω (< χάλυψ). To δ αναλογικό προς το μολυβδ ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ + αρχαία κατάλ. δος κατά τά κίβ δος*, λύγ δος*. Στη… …
9λύγδος — λύγδος, ἡ (Α) λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. δος (πρβλ. μόλυβ δος, κίβ δος) και συνδέεται… …
10μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …