δοξοσοφία
1δοξοσοφία — δοξοσοφίᾱ , δοξοσοφία conceit of wisdom fem nom/voc/acc dual δοξοσοφίᾱ , δοξοσοφία conceit of wisdom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2δοξοσοφίᾳ — δοξοσοφίαι , δοξοσοφία conceit of wisdom fem nom/voc pl δοξοσοφίᾱͅ , δοξοσοφία conceit of wisdom fem dat sg (attic doric aeolic) …
3δοξοσοφία — η (AM δοξοσοφία) 1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία 2. ψευδοσοφία …
4δοξοσοφίας — δοξοσοφίᾱς , δοξοσοφία conceit of wisdom fem acc pl δοξοσοφίᾱς , δοξοσοφία conceit of wisdom fem gen sg (attic doric aeolic) …
5δοξοσοφίαν — δοξοσοφίᾱν , δοξοσοφία conceit of wisdom fem acc sg (attic doric aeolic) …